ὄρχαμος

ὄρχαμος
ὄρχᾰμος, ,
A leader, chief, early [dialect] Ep. only in the phrases

ὄρχαμος ἀνδρῶν Il.2.837

, al., Hes.Fr.96.12,

ὄρχαμε λαῶν Il.14.102

, al.; the former applied to the swineherd Eumaeus, Od.14.22,121, and the cowherd Philoetius, 20.185,254.—[dialect] Ep. word, used once by A.,

ὄ. στρατοῦ Pers.129

(lyr.);

ὄρχαμε τ[όξου] IG12.516

: in late Poetry without a gen., AP11.284 (Pall.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… …   Dictionary of Greek

  • ὄρχαμος — leader masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχάμου — ὄρχαμος leader masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχάμῳ — ὄρχαμος leader masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχαμε — ὄρχαμος leader masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχαμοι — ὄρχαμος leader masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχαμον — ὄρχαμος leader masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРХАМ —    • Orchămus,           Όρχαμος, царь ахеменийцев, муж Евриномы и отец прекрасной Левкофои, любимой Аполлоном. Отец приказал ее за эту любовь живою закопать в землю, но Аполлон превратил ее в благовонный кустарник. Ov. met. 4, 208 слл …   Реальный словарь классических древностей

  • άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ …   Dictionary of Greek

  • ὄρχαμ' — ὄρχαμε , ὄρχαμος leader masc voc sg ὄρχαμαι , ὀρχάμη an uncultivated copse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”